πηγαίος

πηγαίος
-α, -ο / πηγαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῑον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῑαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηγαῖος — from a spring masc nom sg πηγαῖος from a spring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίος — α, ο 1. αυτός που έρχεται από πηγή. 2. μτφ., αυτός που προέρχεται απευθείας από κάπου, ο αυθόρμητος, που μόνος του εμφανίζεται: Πηγαία πνευματική δυνατότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηγαῖον — πηγαῖος from a spring masc acc sg πηγαῖος from a spring neut nom/voc/acc sg πηγαῖος from a spring masc/fem acc sg πηγαῖος from a spring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαῖα — πηγαῖος from a spring neut nom/voc/acc pl πηγαῖος from a spring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαῖοι — πηγαῖος from a spring masc nom/voc pl πηγαῖος from a spring masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαῖαι — πηγαῖος from a spring fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίως — πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring adverbial πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring masc acc pl (doric) πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring adverbial πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίων — πηγαί̱ων , πηγαῖος from a spring fem gen pl πηγαί̱ων , πηγαῖος from a spring masc/neut gen pl πηγαί̱ων , πηγαῖος from a spring masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαία — πηγαί̱ᾱ , πηγαῖος from a spring fem nom/voc/acc dual πηγαί̱ᾱ , πηγαῖος from a spring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίας — πηγαί̱ᾱς , πηγαῖος from a spring fem acc pl πηγαί̱ᾱς , πηγαῖος from a spring fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”